ΣΚΕΥΗ ΗΔΟΝΗΣ (που βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα): πολύτροπες στροφές με πολύ μεγάλο τίτλο, Φαύλος Δούρειος Χρησμός για την πάλαι ποτέ Επιούσια Ομοιοκαταληξία (η Ποίηση μια ήττα στο παρόν, ο ποιητής ο πιο γενναίος απ’ τους ηττημένους, χρονομέτρης του μηδέν άγαν)
-1-
Όλα ήταν ριγμένα στο μεγάλο πιθάρι της φαντασίας ναύλος για τη λινή κοιτίδα της κυριολεξίας… κι από την έξω τη μεριά γυναίκα σε στάση φαύλης αναμονής άκρατη ποζάρει στη δίνη της παρομοίωσής της
προθέσεις ερασιτέχνη φωτογράφου
με εσωτερικές διαστάσεις χίλιες και μια νύχτες
δρομολόγια επιθυμιών αεί και νυν
που με τους σταλακτίτες επικεφαλής
σεληνιάζονται ανερμάτιστα με κιβωτό χρωμάτων
απ’ το ένα σου το αυτί φωνήεντα γκρενά
απ’ το άλλο μου το αφτί
προσήκον κόκκινο ανοιχτό
ανάσκελα προσήκει-
ούρλιαξε σαν έτοιμος από καιρό
της λαγνείας σου τον τελευτώντα ρεμβασμό
-2-
Κύκνειοι κάλυκες αείφυλλων γυναικών, χρώματα δισταγμοί συνηρημένοι συν Αθηνά κι άλλες παρωπίδες «δήθεν» σε μαύρο φιλμ βουβό (σε ποιον ιστό του μέλλοντος σκύβαλο παραλήρημα – πέρα βρέχει scrabble νοημάτων μονόλογων μηδέν εις το πηλίκον υψικαμίνου σώματος;)
όποιος μπαίνει στο μίσχο του ποιήματος
υγρός και θρύψαλο βαθύς και εύοσμος
γυμνός μες την αχλή του
θα φτάσει στο σμαράγδι του υο υπονοούμενο-
δεύτε πολύπλαγκτον σπασμό
λαξευμένο πολύτροπα σε φλοίσβο αυτοσαρκασμού
Στα διάσελα του ιάμβου σ’ αυτό ή σ’ άλλο ποίημα
επτά πλέθρα έπιασε πέφτοντας ο στίχος
στιγμές με τη λάμψη της αστραπής
αιώνες με τη σφοδρότητα της καταιγίδας
μας χωρίζου άμαχες λέξεις
εκατομμύρια έτη φωτός
ετοιμόρροπη σιωπή εύφημη χρεία
στιχάκια αλληλέγγυα στην ποιητική τους αναδίπλωση
-3-
Τρομάζω στη γλώσσα των ποιητών το άγχος της μετ’ επανόδου διαδρομής- πυρ, γυνή και ποίημα τελεσφόρο και κάτι ακόμα που ήταν να ειπωθεί αλλά δεν βρέθηκαν έκπληκτες λέξεις- με υποτάσσει η πεμπτουσία των ανατροπών, με διαπερνάει σειρήνα Φαντασίας και λόγου
όμως σ’ αυτό εδώ το Ποίημα
προπατορική χαρούλα η ποδηλάτισσα
διασχίζει κάθετα το πρωινό μας Σάββατο
αρμενίζοντας όλες τις ευκτικές
παράλληλα μ’ ένα στριγκό κουδούνι-
ιδιωτική οδός δημόσιων λιθοβολισμών
προσπέραση στιγμιαίας νοσταλγίας
απ’ τη γυαλιστερή πλευρά ζουμ ποδηλατόδρομου…
Πέρα βρέχει scrabble νοοημάτων μονόλογων
χιονίζει Χρυσηίδες στίχων
μα εγώ δεν είμαι παρά το άθυρμα στις κλαίουσες μονομανίες μου
όμαιμος σε μια λάμψη σαν της αστραπής
στων υακίνθων την ουράνια σκάλα
σ’ ένα ενάλιο κορμί ως τα πλάτη ηχηρών ανέμων-
ψυχή μου διάτρητη στη ρότα άσφαιρου τοπίου
-4-
Ποιήματα μηρυκάζουν άλλα ποιήματα, γραμμική άβατων στίχων στ’ άδυτο περιθώριο άλλων στίχων προστρέχει… Οι προτάσεις των Ποιητών σειρήνες μ’ απειλή και κίνδυνο, μεγαλώνουν στην αφαίρεση μυριάδων «μνήσθητι» – στα χείλια του ασφόδελου μια πολιτεία πασχαλίτσες
η ποίηση του καθενός δική του ελπίδα υποτέλειας
μήτρα αλλόκοτης αλληγορίας μύθος αλήθειας,
σύμβολο μνηστήρων μάθημα πάθημα φύρδην μίγδην
τι πλανόδια που είναι η θλίψη
τι βλέμμα η σιωπή των στίχων-
μας χωρίζουν άμαχες λέξεις ως την τέλεια Χρυσηίδα-
έτσι το έδεσα σκοινί κορδόνι το Ποίημα
κάθε τρεις και τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο
αν όλα τούτα είναι σκιές εμείς πού είμαστε τάχα;
κι ο Έρωτας, το Ποίημα, η αγωνία του η κρυφή
πού απαγκιάζουν έξω απ’ το αμπάρι τους;
σε ποιανού όνειρο μέσα είμαι, είσαι άραγε;
πόθος αναστενάρης μέσα σ’ άλλους πόθους
που κάπως ξέρει από μελαγχολία
-5-
Ζωγραφίζοντας λέξεις ανθίζουν Ποιήματα προσάναμμα της μοναξιάς που κουβανώ on line στο P.C. μου –βολεύονται τα χέρια των ποιητών στην έτοιμη δομή ραγδαίων στίχων λάθρα βιώσαντες χρησμούς γραμματιζούμενους
Ζωγραφίζω μιαν καινούργια μέρα εβένινη χωρίς μεσημέρι
ζωγραφίζω το πρωί δυο μεγάλα μάτια απ’ ουρανό γαλάζιο
ζωγραφίζω νύχτα τους φρουρούς σμάρι κορυδαλλούς και χίμαιρες –
εις αύριον οι σπουδαίες μυοσωτίδες
ό,τι κι αν ζωγραφίζω
οξιές ερειπωμένες πίσω απ’ το κρυμμένο βλέμμα
δισταγμοί που βιώθηκαν κι άλλοι που δεν
διατέλεσαν ριπές του ανέμου στον τρύπιο ουρανό-
λέξεις σαν έτοιμες από καιρό
όνειρα σαν βγουν στις αποστάσεις τους
μέσα συθέμελη σιωπή, δέλτα δενδρόβιο
άναυδο και φευγαλέο ΚΛΙΚ
απ’ το φιλί που δεν κατάλαβε
το λυρικό του πάντα
απ’ τη λάμψη και τους υπαινιγμούς που έχουν τα όνειρα
-6-
Μες στη στρεβλή αναίδεια της νυχτιάς υποτακτική αιδώς χθόνιων ήχων, αχίλλειος πτέρνα φυλλοβόλου λόγου – εμβόλιμα στη μεταφυσική ανησυχία διαδραματίστηκαν δυο σώματα γυμνά… αν γίνουν ποίημα σέπεται, αν μείνουν στη σιωπή τρώνε τα σωθικά τους
ποιητής με μύτη Σιρανό
και πρόσωπο χασάπικο σαράντα
στην αγκαλιά μάγισσας νύχτας
που φέρνει στα κλαδιά της ποιήματα λωτοφάγα-
ν’ αποτάσσεις ενδοιασμούς και φόβο ρούχων
να ιδιοποιείσαι οργασμούς
κι όμως να μην ενδίδεις κατά μέσα-
ένα τοπίο με καλές προθέσεις καμουφλάζ
έτη φωτός στα χρώματα της σέπιας
συν Αθηνά και σέλας στιλπνό,
ασύδοτοι υπαινιγμοί παλίρροιας
με την οδύνη της ικεσίας τους στη διαπασών
δος ημίν την περόνη σου σήμερα
την έκρηξή σου άρτον ημών
την ήβη κλαίουσα
σύσσωμη σύγκορμη φυγή
συλλογή μοναξιάς λέξεων
σμήνος μνήμες πουλιών
νυν και αεί μέσα στη νοσταλγία
-7-
Γηράσκω αεί μέσα σε Μεσσίες στίχων μακριά μιαν άλλη σοφία λέξεων ποθώντας, Δεσμώτης στον ίλιγγο της σκιάς των λέξεων…
παλεύουμε στα πράγματα αυτά
καθημερινές έγνοιες, φιλόμαχες τριβές,
να βρούμε μιαν αλληλουχία,
τραβάμε, ξελύνουμε κόβουμε
κάπου θα φτάσουμε έτσι κομματιάζοντας
μια καινούργια πρωτοφανέρωτη ρωγμή
ν’ αγγίξουμε με τα δάχτυλα στα τυφλά
είναι όμως κάτι πράγματα
με πείσμα ανεμοστρόβιλου
που παραμένουν στάσιμα στο παραλήρημά τους
γιατί με το γύρισμα του χρόνου
μια τυχόν αλλαγή
σημαίνει θάνατο στους ίσκιους της επιθυμίας
-8-
Φτιάχνω ιστορίες με ποιήματα, παραμύθια με φωτιά αγγέλων, φωλιές με χρώματα πουλιών… Μια φωτιά με καίει και κρυώνω κατά μέσα… Δεν μένει τίποτα απ’ τα λόγια αν δεν έρθει πανηγύρι άνοιξης, δεν φεύγουν τα λόγια, αν δεν γεράσουν οι επιθυμίες
πιο κορυφαίο όνειρο απ’ την Ποίηση δεν έχεις
πιο ραβδοσκόπο ειδύλλιο απ’ την σιωπή δεν βρήκες,
ποια αναβάθμιση στα ονόματα
παλιλλογίες σώματος
προσχήματα θα βρέξει;
στ’ ασφυκτικό δωμάτιο μετά τη βροχή
πάνω στα χαρτιά και τα βιβλία
εκείνη η γκριμάτσα σου η μπλε μοβ λουλουδίζει
στο λίκνο του ποιήματος κουρνιάζουν ανείπωτες λέξεις
απλώνεται άρδην ατέρμονη πολυσημία
παλινωδεί σκύβαλο παραλήρημα
Συμπληγάδα γενίκευση κραυγή μαρμαρωμένη
που σφουγγίζει ερμηνείες
ομφάλιου λώρου της ζωής
-9-
Μακριά πολύ μακριά στην Ατλαντίδα γη της Ποίησης μια φεγγαροντυμένη ελάνθανε στην προσμονή παλίντονου αρμονίας λέξεων… που κόκκαλα δεν έχουν και επιούσιο ρέμβη ριζώνουν
Όνειρα δεμένα στην άτονη λήγουσα παντός επιστητού,
απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών
με κιβωτό χρωμάτων επιούσιας ομοιοκαταληξίας
σήμερα παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου, έκπληκτες λέξεις,
αύριο γόρδιο κενό χρόνου, χώρου, ιδεών
σημειολογία Κυριακής με ρίγος δεκαπεντασύλλαβο
κι αν ο Άνεμος, Νοτιάς της Ποίησης,
που φυσά στον Έρωτα αναπνοές Ονείρων,
σε ρωτήσει: Ποια είναι η γλώσσα που μιλάς, θάλασσα εσύ;
Τη γλώσσα της αιώνιας αναζήτησης, να του πεις!
-10-
Εκεί που ήξερα να πω το τέλος εύφλεκτο σπέρμα δρομολόγησε την εμβέλεια της βάρδιας του στις έγκλειστες κλεψιγαμίες ως υποχθόνια διάψευση. Φευ! Πάλι θα κάνει κατακλυσμό λέξεων
κύκνειου οργασμού άναυδο σώμα
περιβόητο λευκό χαρτί
απ’ το ανοιχτό παράθυρο φεγγίζει η μελαγχολία του καιρού
ω μοναξιά εισχωρείς μέσα στο βράδυ
σαν κλητική προσφώνηση βοώντος θανάτου